Translation meaning & definition of the word "impertinent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άνοιγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impertinent
[Άψογοσ]/ɪmpərtənənt/
adjective
1. Characterized by a lightly pert and exuberant quality
- "A certain irreverent gaiety and ease of manner"
- synonym:
- impertinent ,
- irreverent ,
- pert ,
- saucy
1. Χαρακτηρίζεται από μια ελαφρώς διαταραγμένη και πληθωρική ποιότητα
- "Μια ορισμένη ασεβής ευθυμία και ευκολία του τρόπου"
- συνώνυμο:
- αυθάδησ ,
- ανεπανόρθωτοσ ,
- ταλαιπωρώ ,
- πιατάκι
2. Not pertinent to the matter under consideration
- "An issue extraneous to the debate"
- "The price was immaterial"
- "Mentioned several impertinent facts before finally coming to the point"
- synonym:
- extraneous ,
- immaterial ,
- impertinent ,
- orthogonal
2. Δεν είναι σχετική με το υπό εξέταση θέμα
- "Ένα ζήτημα ξένο στη συζήτηση"
- "Η τιμή ήταν άυλη"
- "Αναφέρθηκαν πολλά επιφανή γεγονότα πριν τελικά φτάσουν στο σημείο"
- συνώνυμο:
- ξένοσ ,
- άϋλοσ ,
- αυθάδησ ,
- ορθογώνιο
3. Improperly forward or bold
- "Don't be fresh with me"
- "Impertinent of a child to lecture a grownup"
- "An impudent boy given to insulting strangers"
- "Don't get wise with me!"
- synonym:
- fresh ,
- impertinent ,
- impudent ,
- overbold ,
- smart ,
- saucy ,
- sassy ,
- wise
3. Ακατάλληλα προς τα εμπρός ή τολμηρά
- "Μην είσαι φρέσκος μαζί μου"
- "Η επιφάνεια ενός παιδιού να διαλέξει έναν ενήλικα"
- "Ένα ανυπόμονο αγόρι που δόθηκε σε προσβλητικούς ξένους"
- "Μην γίνεσαι σοφός μαζί μου!"
- συνώνυμο:
- φρέσκο ,
- αυθάδησ ,
- απαθής ,
- υπερτιμημένοσ ,
- έξυπνος ,
- πιατάκι ,
- αλλεργικός ,
- σοφός