Translation meaning & definition of the word "impersonate" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "προσωπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impersonate
[Υποδυθείτε]/ɪmpərsənet/
verb
1. Assume or act the character of
- "She impersonates madonna"
- "The actor portrays an elderly, lonely man"
- synonym:
- impersonate ,
- portray
1. Αναλάβετε ή ενεργήστε τον χαρακτήρα του
- "Υποδύεται τη μαντόνα"
- "Ο ηθοποιός απεικονίζει έναν ηλικιωμένο, μοναχικό άντρα"
- συνώνυμο:
- πλαστοπροσωπώ ,
- απεικονίζω
2. Represent another person with comic intentions
- synonym:
- impersonate
2. Αντιπροσωπεύστε ένα άλλο άτομο με κωμικές προθέσεις
- συνώνυμο:
- πλαστοπροσωπώ
3. Pretend to be someone you are not
- Sometimes with fraudulent intentions
- "She posed as the czar's daughter"
- synonym:
- pose ,
- impersonate ,
- personate
3. Προσποιήσου ότι είσαι κάποιος που δεν είσαι
- Μερικές φορές με δόλιες προθέσεις
- "Πόζαρε ως κόρη του τσάρου"
- συνώνυμο:
- πόζα ,
- πλαστοπροσωπώ ,
- προσωποποιώ