Translation meaning & definition of the word "imperialist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιμπεριαλιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imperialist
[Ιμπεριαλιστής]/ɪmpɪriəlɪst/
noun
1. A believer in imperialism
- synonym:
- imperialist
1. Πιστεύω στον ιμπεριαλισμό
- συνώνυμο:
- ιμπεριαλιστικόσ
adjective
1. Of or relating to imperialism
- "Imperialistic wars"
- synonym:
- imperialistic ,
- imperialist
1. Από ή σχετίζονται με τον ιμπεριαλισμό
- "Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι"
- συνώνυμο:
- ιμπεριαλιστικόσ
Examples of using
Their pseudo-scientific rhetoric serves as justification for America's imperialist foreign policy.
Η ψευδοεπιστημονική ρητορική τους χρησιμεύει ως δικαιολογία για την ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική της Αμερικής.
"You, Sir, are an imperialist!" "And you, Sir, are a troll."
"Εσύ, Κύριε, είσαι ιμπεριαλιστής!" "Και εσείς, κύριε, είστε ένα τρολί."