Translation meaning & definition of the word "imperfectly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόλυτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imperfectly
[Ατελείωτα]/ɪmpərfɪktli/
adverb
1. In an imperfect or faulty way
- "The lobe was imperfectly developed"
- "Miss bennet would not play at all amiss if she practiced more"- jane austen
- synonym:
- imperfectly ,
- amiss
1. Με ατελή ή ελαττωματικό τρόπο
- "Ο λοβός αναπτύχθηκε ατελώς"
- "Η κυρία μπένετ δεν θα έπαιζε καθόλου άσχημα αν ασκούσε περισσότερα" - τζέιν όστεν
- συνώνυμο:
- ατελώσ ,
- είμαι ευγενής