Translation meaning & definition of the word "imperfect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατέλεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imperfect
[Ατελήσ]/ɪmpərfɪkt/
noun
1. A tense of verbs used in describing action that is on-going
- synonym:
- progressive ,
- progressive tense ,
- imperfect ,
- imperfect tense ,
- continuous tense
1. Μια ένταση των ρημάτων που χρησιμοποιούνται στην περιγραφή της δράσης που είναι σε εξέλιξη
- συνώνυμο:
- προοδευτικός ,
- προοδευτικός τεταμένος ,
- ατελής ,
- συνεχής ένταση
adjective
1. Not perfect
- Defective or inadequate
- "Had only an imperfect understanding of his responsibilities"
- "Imperfect mortals"
- "Drainage here is imperfect"
- synonym:
- imperfect
1. Όχι τέλεια
- Ελαττωματικό ή ανεπαρκές
- "Είχε μόνο μια ατελή κατανόηση των ευθυνών του"
- "Ατελείς θνητοί"
- "Η αποστράγγιση εδώ είναι ατελής"
- συνώνυμο:
- ατελής
2. Wanting in moral strength, courage, or will
- Having the attributes of man as opposed to e.g. divine beings
- "I'm only a fallible human"
- "Frail humanity"
- synonym:
- fallible ,
- frail ,
- imperfect ,
- weak
2. Θέλοντας με ηθική δύναμη, θάρρος ή θέληση
- Έχοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε αντίθεση με π.χ. θεϊκά όντα
- "Είμαι απλά ένας λανθασμένος άνθρωπος"
- "Εξαφανισμένη ανθρωπότητα"
- συνώνυμο:
- απατηλόσ ,
- εύθραυστοσ ,
- ατελής ,
- αδύναμος