Translation meaning & definition of the word "imperative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτυχημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imperative
[Ανεπαρκής]/ɪmpɛrətɪv/
noun
1. A mood that expresses an intention to influence the listener's behavior
- synonym:
- imperative mood ,
- imperative ,
- jussive mood ,
- imperative form
1. Μια διάθεση που εκφράζει την πρόθεση να επηρεάσει τη συμπεριφορά του ακροατή
- συνώνυμο:
- επιτακτική διάθεση ,
- επιτακτική ανάγκη ,
- αναστατωμένη διάθεση ,
- επιτακτική μορφή
2. Some duty that is essential and urgent
- synonym:
- imperative
2. Κάποιο καθήκον που είναι απαραίτητο και επείγον
- συνώνυμο:
- επιτακτική ανάγκη
adjective
1. Requiring attention or action
- "As nuclear weapons proliferate, preventing war becomes imperative"
- "Requests that grew more and more imperative"
- synonym:
- imperative
1. Απαιτεί προσοχή ή δράση
- "Καθώς τα πυρηνικά όπλα πολλαπλασιάζονται, η πρόληψη του πολέμου γίνεται επιτακτική ανάγκη"
- "Αιτήματα που έγιναν όλο και πιο επιτακτικά"
- συνώνυμο:
- επιτακτική ανάγκη
2. Relating to verbs in the imperative mood
- synonym:
- imperative
2. Σχετικά με τα ρήματα στην επιτακτική διάθεση
- συνώνυμο:
- επιτακτική ανάγκη
Examples of using
It is imperative that we find another way out of this situation.
Είναι επιτακτική ανάγκη να βρούμε μια άλλη διέξοδο από αυτή την κατάσταση.