Translation meaning & definition of the word "impeach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεικόνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impeach
[Καταπίπτω]/ɪmpiʧ/
verb
1. Challenge the honesty or veracity of
- "The lawyers tried to impeach the credibility of the witnesses"
- synonym:
- impeach
1. Αμφισβητήστε την ειλικρίνεια ή την αλήθεια του
- "Οι δικηγόροι προσπάθησαν να κατηγορήσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων"
- συνώνυμο:
- απολύω
2. Charge (a public official) with an offense or misdemeanor committed while in office
- "The president was impeached"
- synonym:
- impeach
2. Κατηγορία (α δημόσιος υπάλληλος) με αδίκημα ή παραπτώματα που διαπράχθηκαν ενώ βρίσκονται στο γραφείο
- "Ο πρόεδρος κατηγορήθηκε"
- συνώνυμο:
- απολύω
3. Bring an accusation against
- Level a charge against
- "The neighbors accused the man of spousal abuse"
- synonym:
- accuse ,
- impeach ,
- incriminate ,
- criminate
3. Φέρνω κατηγορία κατά
- Επίπεδο χρέωσης κατά
- "Οι γείτονες κατηγόρησαν τον άνθρωπο για συζυγική κακοποίηση"
- συνώνυμο:
- κατηγορώ ,
- απολύω ,
- ενοχοποιώ ,
- εγκληματίασ