Translation meaning & definition of the word "impassive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παθητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impassive
[Απαθής]/ɪmpæsɪv/
adjective
1. Having or revealing little emotion or sensibility
- Not easily aroused or excited
- "Her impassive remoteness"
- "He remained impassive, showing neither interest in nor concern for our plight"- nordhoff & hall
- "A silent stolid creature who took it all as a matter of course"-virginia woolf
- "Her face showed nothing but stolid indifference"
- synonym:
- impassive ,
- stolid
1. Έχοντας ή αποκαλύπτοντας λίγο συναίσθημα ή ευαισθησία
- Δεν είναι εύκολο να ερεθιστεί ή να ενθουσιαστεί
- "Η απαθής απόσταση" της"
- "Παρέμεινε αδιάβατος, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον ούτε ανησυχία για τη δυστυχία μας" - νόρντχοφ και χολ
- "Ένα σιωπηλό πλάσμα που τα πήρε όλα ως θέμα φυσικά" - βιρτζίνια γουλφ
- "Το πρόσωπό της δεν έδειξε τίποτα άλλο παρά απόλυτη αδιαφορία"
- συνώνυμο:
- αδιάβατοσ ,
- επισταμένοσ
2. Deliberately impassive in manner
- "Deadpan humor"
- "His face remained expressionless as the verdict was read"
- synonym:
- deadpan ,
- expressionless ,
- impassive ,
- poker-faced ,
- unexpressive
2. Σκόπιμα αδιάβατος τρόπος
- "Νεκρό χιούμορ"
- "Το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο καθώς διαβάστηκε η ετυμηγορία"
- συνώνυμο:
- αποστάτησ ,
- ανέκφραστοσ ,
- αδιάβατοσ ,
- πόκερ