Translation meaning & definition of the word "impartially" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μερικώς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impartially
[Αμερόληπτα]/ɪmpɑrʃəli/
adverb
1. In an impartial manner
- "He smiled at them both impartially"
- synonym:
- impartially
1. Με αμερόληπτο τρόπο
- "Χαμογέλασε και οι δύο αμερόληπτα"
- συνώνυμο:
- αμερόληπτα
Examples of using
Teachers should treat all their students impartially.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αντιμετωπίζουν όλους τους μαθητές τους με αμεροληψία.