Translation meaning & definition of the word "impartiality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπόσπαστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impartiality
[Αμεροληψία]/ɪmpɑrʃiælɪti/
noun
1. An inclination to weigh both views or opinions equally
- synonym:
- impartiality ,
- nonpartisanship
1. Μια τάση να ζυγίζουν και τις δύο απόψεις ή απόψεις εξίσου
- συνώνυμο:
- αμεροληψία ,
- μη κομματική