Translation meaning & definition of the word "impartial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impartial
[Αμερόληπτοσ]/ɪmpɑrʃəl/
adjective
1. Showing lack of favoritism
- "The cold neutrality of an impartial judge"
- synonym:
- impartial
1. Επιδεικνύει έλλειψη ευνοιοκρατίας
- "Η ψυχρή ουδετερότητα ενός αμερόληπτου δικαστή"
- συνώνυμο:
- αμερόληπτος
2. Free from undue bias or preconceived opinions
- "An unprejudiced appraisal of the pros and cons"
- "The impartial eye of a scientist"
- synonym:
- unprejudiced ,
- impartial
2. Απαλλαγμένο από αδικαιολόγητη προκατάληψη ή προκατειλημμένες γνώμες
- "Μια απροκατάληπτη εκτίμηση των υπέρ και των μειονεκτημάτων"
- "Το αμερόληπτο μάτι ενός επιστήμονα"
- συνώνυμο:
- ανεκδίκητοσ ,
- αμερόληπτος