Translation meaning & definition of the word "impart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ανάμειξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impart
[Μεταδίδω]/ɪmpɑrt/
verb
1. Transmit (knowledge or skills)
- "Give a secret to the russians"
- "Leave your name and address here"
- "Impart a new skill to the students"
- synonym:
- impart ,
- leave ,
- give ,
- pass on
1. Μετάδοση (γνώσεων ή δεξιοτήτων)
- "Δώστε ένα μυστικό στους ρώσους"
- "Αφήστε το όνομα και τη διεύθυνσή σας εδώ"
- "Ενσωματώστε μια νέα ικανότητα στους μαθητές"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- αφήνω ,
- δίνω ,
- περνώ
2. Bestow a quality on
- "Her presence lends a certain cachet to the company"
- "The music added a lot to the play"
- "She brings a special atmosphere to our meetings"
- "This adds a light note to the program"
- synonym:
- lend ,
- impart ,
- bestow ,
- contribute ,
- add ,
- bring
2. Δώστε μια ποιότητα σε
- "Η παρουσία της δανείζει ένα συγκεκριμένο μαντήλι στην εταιρεία"
- "Η μουσική πρόσθεσε πολλά στο παιχνίδι"
- "Φέρνει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στις συναντήσεις μας"
- "Αυτό προσθέτει μια ελαφριά σημείωση στο πρόγραμμα"
- συνώνυμο:
- δανείζω ,
- μεταδίδω ,
- παραχωρώ ,
- συμβάλλω ,
- προσθέτω ,
- φέρνω
3. Transmit or serve as the medium for transmission
- "Sound carries well over water"
- "The airwaves carry the sound"
- "Many metals conduct heat"
- synonym:
- impart ,
- conduct ,
- transmit ,
- convey ,
- carry ,
- channel
3. Μεταδώστε ή χρησιμεύστε ως μέσο για τη μετάδοση
- "Ο ήχος μεταφέρει πολύ καλά πάνω από το νερό"
- "Τα κύματα αέρα φέρουν τον ήχο"
- "Πολλά μέταλλα παράγουν θερμότητα"
- συνώνυμο:
- μεταδίδω ,
- διεξάγω ,
- μεταφέρω ,
- κανάλι
Examples of using
Will you impart the secret to me?
Θα μου μεταδώσεις το μυστικό?