Translation meaning & definition of the word "impair" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπλοκή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Impair
[Αναταράξει]/ɪmpɛr/
verb
1. Make worse or less effective
- "His vision was impaired"
- synonym:
- impair
1. Κάντε χειρότερα ή λιγότερο αποτελεσματικά
- "Η όρασή του ήταν εξασθενημένη"
- συνώνυμο:
- βλάπτω
2. Make imperfect
- "Nothing marred her beauty"
- synonym:
- mar ,
- impair ,
- spoil ,
- deflower ,
- vitiate
2. Κάνω ατελή
- "Τίποτα δεν αμαύρωσε την ομορφιά της"
- συνώνυμο:
- μαρ ,
- βλάπτω ,
- αλλοιώνω ,
- αποσυνδέω ,
- βιτρώ