Translation meaning & definition of the word "imp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imp
[Μπουμ]/ɪmp/
noun
1. (folklore) fairies that are somewhat mischievous
- synonym:
- elf ,
- hob ,
- gremlin ,
- pixie ,
- pixy ,
- brownie ,
- imp
1. (λαϊκές νεράιδες που είναι κάπως άτακτες
- συνώνυμο:
- ελφ ,
- εστία ,
- γκρίλιν ,
- πίξι ,
- εικονολατρεία ,
- μπράουνι ,
- εμπόδιο
2. One who is playfully mischievous
- synonym:
- imp ,
- scamp ,
- monkey ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag
2. Αυτός που είναι παιχνιδιάρικα άτακτος
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- αποτέφρωση ,
- μαϊμού ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση