Translation meaning & definition of the word "immutable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμετάβλητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immutable
[Αμετάβλητοσ]/ɪmjutəbəl/
adjective
1. Not subject or susceptible to change or variation in form or quality or nature
- "The view of that time was that all species were immutable, created by god"
- synonym:
- immutable ,
- changeless
1. Δεν υπόκεινται ή δεν είναι ευαίσθητα σε αλλαγές ή παραλλαγές στη μορφή ή την ποιότητα ή τη φύση
- "Η άποψη εκείνης της εποχής ήταν ότι όλα τα είδη ήταν αμετάβλητα, που δημιουργήθηκαν από τον θεό"
- συνώνυμο:
- αμετάβλητοσ
Examples of using
This is an immutable truth.
Αυτή είναι μια αμετάβλητη αλήθεια.