Translation meaning & definition of the word "immunize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανοσοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immunize
[Ανοσοποιώ]/ɪmjunaɪz/
verb
1. Law: grant immunity from prosecution
- synonym:
- immunize ,
- immunise
1. Νόμος: επιχορήγηση ασυλίας από τη δίωξη
- συνώνυμο:
- ανοσοποιώ
2. Perform vaccinations or produce immunity in by inoculation
- "We vaccinate against scarlet fever"
- "The nurse vaccinated the children in the school"
- synonym:
- immunize ,
- immunise ,
- inoculate ,
- vaccinate
2. Εκτελέστε εμβολιασμούς ή παράγετε ανοσία μέσω εμβολιασμού
- "Εμβολιαζόμαστε από τον κόκκινο πυρετό"
- "Η νοσοκόμα εμβολίασε τα παιδιά στο σχολείο"
- συνώνυμο:
- ανοσοποιώ ,
- εμβολιάζω