Translation meaning & definition of the word "immunity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immunity
[Ανοσία]/ɪmjunəti/
noun
1. The state of not being susceptible
- "Unsusceptibility to rust"
- synonym:
- unsusceptibility ,
- immunity
1. Η κατάσταση του να μην είσαι ευαίσθητος
- "Ανεπαίσθητο στη σκουριά"
- συνώνυμο:
- ανευαισθησία ,
- ασυλία
2. (medicine) the condition in which an organism can resist disease
- synonym:
- immunity ,
- resistance
2. (φάρμακο) η κατάσταση στην οποία ένας οργανισμός μπορεί να αντισταθεί σε ασθένειες
- συνώνυμο:
- ασυλία ,
- αντίσταση
3. The quality of being unaffected by something
- "Immunity to criticism"
- synonym:
- immunity
3. Η ποιότητα του να είσαι ανεπηρέαστος από κάτι
- "Ανοσία στην κριτική"
- συνώνυμο:
- ασυλία
4. An act exempting someone
- "He was granted immunity from prosecution"
- synonym:
- exemption ,
- immunity ,
- granting immunity
4. Πράξη που εξαιρεί κάποιον
- "Του χορηγήθηκε ασυλία από τη δίωξη"
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- ασυλία ,
- χορήγηση ασυλίας