Translation meaning & definition of the word "immovable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immovable
[Ανεξίτηλοσ]/ɪmuvəbəl/
noun
1. Property consisting of houses and land
- synonym:
- real property ,
- real estate ,
- realty ,
- immovable
1. Ακίνητα που αποτελούνται από σπίτια και γη
- συνώνυμο:
- αληθινή ιδιοκτησία ,
- ακίνητη περιουσία ,
- αληθινότητα ,
- ακίνητοσ
adjective
1. Not able or intended to be moved
- "The immovable hills"
- synonym:
- immovable ,
- immoveable ,
- stabile ,
- unmovable
1. Δεν είναι σε θέση ή προορίζεται να μετακινηθεί
- "Οι ακίνητοι λόφοι"
- συνώνυμο:
- ακίνητοσ ,
- ακατανόητοσ ,
- μαχαίρι