Translation meaning & definition of the word "immortal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αθάνατος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immortal
[Αθάνατος]/ɪmɔrtəl/
noun
1. A person (such as an author) of enduring fame
- "Shakespeare is one of the immortals"
- synonym:
- immortal
1. Ένα άτομο (όπως ένας συγγραφέας) διαρκούς φήμης
- "Ο σαίξπηρ είναι ένας από τους αθάνατους"
- συνώνυμο:
- αθάνατος
2. Any supernatural being worshipped as controlling some part of the world or some aspect of life or who is the personification of a force
- synonym:
- deity ,
- divinity ,
- god ,
- immortal
2. Κάθε υπερφυσικό ον λατρεύεται ως έλεγχος κάποιου μέρους του κόσμου ή κάποιας πτυχής της ζωής ή ποιος είναι η προσωποποίηση μιας δύναμης
- συνώνυμο:
- θεότητα ,
- θεός ,
- αθάνατος
adjective
1. Not subject to death
- synonym:
- immortal
1. Δεν υπόκειται σε θάνατο
- συνώνυμο:
- αθάνατος
Examples of using
The marmot is immortal.
Η μαρμότα είναι αθάνατη.
Men are mortal because of their fears, and immortal because of their hopes.
Οι άνθρωποι είναι θνητοί εξαιτίας των φόβων τους και αθάνατοι εξαιτίας των ελπίδων τους.
Change alone is eternal, perpetual, immortal.
Η αλλαγή από μόνη της είναι αιώνια, διαρκής, αθάνατη.