Translation meaning & definition of the word "immorality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανηθικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immorality
[Ανηθικότητα]/ɪmərælɪti/
noun
1. The quality of not being in accord with standards of right or good conduct
- "The immorality of basing the defense of the west on the threat of mutual assured destruction"
- synonym:
- immorality
1. Η ποιότητα του να μην είναι σε συμφωνία με τα πρότυπα της σωστής ή καλής συμπεριφοράς
- "Η ανηθικότητα της βάσης της υπεράσπισης της δύσης στην απειλή της αμοιβαίας καταστροφής"
- συνώνυμο:
- ανηθικότητα
2. Morally objectionable behavior
- synonym:
- evil ,
- immorality ,
- wickedness ,
- iniquity
2. Ηθικά απαράδεκτη συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- κακό ,
- ανηθικότητα ,
- κακία ,
- ανομία