Translation meaning & definition of the word "immobile" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ακίνητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immobile
[Ακίνητος]/ɪmoʊbəl/
adjective
1. Not capable of movement or of being moved
- synonym:
- immobile
1. Δεν μπορεί να κινηθεί ή να μετακινηθεί
- συνώνυμο:
- ακίνητοσ
2. Securely fixed in place
- "The post was still firm after being hit by the car"
- synonym:
- fast ,
- firm ,
- immobile
2. Στερεωμένο με ασφάλεια στη θέση του
- "Το πόστο ήταν ακόμα σταθερό αφού χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- γρήγορα ,
- σταθερός ,
- ακίνητοσ