Translation meaning & definition of the word "immigrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μετανάστευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immigrate
[Μεταναστεύω]/ɪməgret/
verb
1. Migrate to a new environment
- "Only few plants can immigrate to the island"
- synonym:
- immigrate
1. Μεταναστεύστε σε ένα νέο περιβάλλον
- "Μόνο λίγα φυτά μπορούν να μεταναστεύσουν στο νησί"
- συνώνυμο:
- μεταναστεύω
2. Introduce or send as immigrants
- "Britain immigrated many colonists to america"
- synonym:
- immigrate
2. Εισαγωγή ή αποστολή ως μετανάστες
- "Η βρετανία μετανάστευσε πολλούς αποίκους στην αμερική"
- συνώνυμο:
- μεταναστεύω
3. Come into a new country and change residency
- "Many people immigrated at the beginning of the 20th century"
- synonym:
- immigrate
3. Ελάτε σε μια νέα χώρα και να αλλάξετε κατοικία
- "Πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν στις αρχές του 20ου αιώνα"
- συνώνυμο:
- μεταναστεύω