Translation meaning & definition of the word "immigrant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετανάστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immigrant
[Μετανάστης]/ɪməgrənt/
noun
1. A person who comes to a country where they were not born in order to settle there
- synonym:
- immigrant
1. Ένα άτομο που έρχεται σε μια χώρα όπου δεν γεννήθηκαν για να εγκατασταθούν εκεί
- συνώνυμο:
- μετανάστης
Examples of using
Tom is an illegal immigrant.
Ο Τομ είναι λαθρομετανάστης.
Tom is a Mexican immigrant.
Ο Τομ είναι Μεξικανός μετανάστης.
I'm only an immigrant trying to protect the English language from its native speakers.
Είμαι μόνο ένας μετανάστης που προσπαθεί να προστατεύσει την αγγλική γλώσσα από τους γηγενείς ομιλητές της.