Translation meaning & definition of the word "immature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανώριμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immature
[Ανώριμος]/ɪmətjʊr/
adjective
1. Characteristic of a lack of maturity
- "Immature behavior"
- synonym:
- immature
1. Χαρακτηριστικό της έλλειψης ωριμότητας
- "Ανώριμη συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- ανώριμος
2. (used of living things especially persons) in an early period of life or development or growth
- "Young people"
- synonym:
- young ,
- immature
2. (χρησιμοποιείται για έμβια όντα ειδικά άτομα) σε πρώιμη περίοδο ζωής ή ανάπτυξης ή ανάπτυξης
- "Νέοι"
- συνώνυμο:
- νέος ,
- ανώριμος
3. Not fully developed or mature
- Not ripe
- "Unripe fruit"
- "Fried green tomatoes"
- "Green wood"
- synonym:
- green ,
- unripe ,
- unripened ,
- immature
3. Δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένη ή ώριμη
- Δεν είναι ώριμη
- "Άνευ όρων φρούτα"
- "Τηγανητές πράσινες ντομάτες"
- "Πράσινο ξύλο"
- συνώνυμο:
- πράσινος ,
- ανεξέλεγκτοσ ,
- ανωρίμαντοσ ,
- ανώριμος
4. Not yet mature
- synonym:
- immature
4. Δεν είναι ακόμα ώριμη
- συνώνυμο:
- ανώριμος
5. (of birds) not yet having developed feathers
- "A small unfledged sparrow on the window sill"
- synonym:
- unfledged ,
- immature
5. ( των πουλιών) δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί φτερά
- "Ένα μικρό ακατέργαστο σπουργίτι στο περβάζι του παραθύρου"
- συνώνυμο:
- ανεξέλεγκτη ,
- ανώριμος
Examples of using
He sounds very immature.
Ακούγεται πολύ ανώριμος.
She sounds very immature.
Ακούγεται πολύ ανώριμος.