Translation meaning & definition of the word "immanent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μόνιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immanent
[Επισφαλής]/ɪmənənt/
adjective
1. Of a mental act performed entirely within the mind
- "A cognition is an immanent act of mind"
- synonym:
- immanent ,
- subjective
1. Μιας νοητικής πράξης που εκτελείται εξ ολοκλήρου μέσα στο μυαλό
- "Η γνώση είναι μια έμφυτη πράξη του νου"
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- υποκειμενικός
2. Of qualities that are spread throughout something
- "Ambition is immanent in human nature"
- "We think of god as immanent in nature"
- synonym:
- immanent
2. Ιδιότητες που εξαπλώνονται σε κάτι
- "Η καμπή είναι έμφυτη στην ανθρώπινη φύση"
- "Θεωρούμε τον θεό ως έμφυτο στη φύση"
- συνώνυμο:
- παραλήρημα