Translation meaning & definition of the word "immaculate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποθυλακιορρυθμίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Immaculate
[Ακινητοποιώ]/ɪmækjulɪt/
adjective
1. Completely neat and clean
- "The apartment was immaculate"
- "In her immaculate white uniform"
- "A spick-and-span kitchen"
- "Their spic red-visored caps"
- synonym:
- immaculate ,
- speckless ,
- spick-and-span ,
- spic-and-span ,
- spic ,
- spick ,
- spotless
1. Εντελώς τακτοποιημένο και καθαρό
- "Το διαμέρισμα ήταν πεντακάθαρο"
- "Με την άψογη λευκή στολή" της"
- "Μια κουζίνα που περιλαμβάνεται και είναι σπανάκι"
- "Τα πικάντικα κόκκινα καλύμματά τους"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ ,
- αδιάφορος ,
- παραλία ,
- σπανάκι ,
- παραπονεμένοσ ,
- πατάτε ,
- πεντακάθαροσ
2. Free from stain or blemish
- synonym:
- immaculate ,
- undefiled
2. Χωρίς λεκέ ή κηλίδα
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτοσ ,
- αμόλυντοσ
3. Without fault or error
- "Faultless logic"
- "Speaks impeccable french"
- "Timing and technique were immaculate"
- "An immaculate record"
- synonym:
- faultless ,
- immaculate ,
- impeccable
3. Χωρίς λάθος ή σφάλμα
- "Αλάνθαστη λογική"
- "Μιλάει άψογα γαλλικά"
- "Ο χρόνος και η τεχνική ήταν άψογες"
- "Ένα άψογο ρεκόρ"
- συνώνυμο:
- άψογος ,
- απερίσκεπτοσ ,
- άψογη