Translation meaning & definition of the word "imitator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικονογράφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imitator
[Μιμητήσ]/ɪmətetər/
noun
1. Someone who (fraudulently) assumes the appearance of another
- synonym:
- impersonator ,
- imitator
1. Κάποιος που (επιμελώς) παίρνει την εμφάνιση ενός άλλου
- συνώνυμο:
- προσωποποιών ,
- μιμητήσ
2. Someone who copies the words or behavior of another
- synonym:
- copycat ,
- imitator ,
- emulator ,
- ape ,
- aper
2. Κάποιος που αντιγράφει τις λέξεις ή τη συμπεριφορά του άλλου
- συνώνυμο:
- αντιγραφέασ ,
- μιμητήσ ,
- εξομοιωτήσ ,
- πίθηκος ,
- απατεώνασ