Translation meaning & definition of the word "imitative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποιοτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imitative
[Μιμητικόσ]/ɪmətetɪv/
adjective
1. Marked by or given to imitation
- "Acting is an imitative art"
- "Man is an imitative being"
- synonym:
- imitative
1. Σημειώνεται ή δίνεται σε μίμηση
- "Η δράση είναι μια μιμητική τέχνη"
- "Ο άνθρωπος είναι ένα μιμητικό ον"
- συνώνυμο:
- μιμητικόσ
2. (of words) formed in imitation of a natural sound
- "Onomatopoeic words are imitative of noises"
- "It was independently developed in more than one place as an onomatopoetic term"- harry hoijer
- synonym:
- echoic ,
- imitative ,
- onomatopoeic ,
- onomatopoeical ,
- onomatopoetic
2. ( των λέξεων) σχηματίστηκε σε απομίμηση ενός φυσικού ήχου
- "Οι ονοματοπικές λέξεις είναι μιμητικές των θορύβων"
- "Αναπτύχθηκε ανεξάρτητα σε περισσότερα από ένα μέρη ως ονοματοποιητικός όρος" - χάρι χόγιερ
- συνώνυμο:
- ηχώ ,
- μιμητικόσ ,
- ονοματοποιητική ,
- ονοματοποιητικόσ
3. Not genuine
- Imitating something superior
- "Counterfeit emotion"
- "Counterfeit money"
- "Counterfeit works of art"
- "A counterfeit prince"
- synonym:
- counterfeit ,
- imitative
3. Όχι αληθινός
- Μιμείται κάτι ανώτερο
- "Παραποιημένο συναίσθημα"
- "Παραποιημένα χρήματα"
- "Παραποιημένα έργα τέχνης"
- "Ένας πλαστός πρίγκιπας"
- συνώνυμο:
- πλαστόσ ,
- μιμητικόσ