Translation meaning & definition of the word "imbalance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισορροπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imbalance
[Ανισορροπία]/ɪmbæləns/
noun
1. A lack of balance or state of disequilibrium
- "A hormonal imbalance"
- synonym:
- imbalance ,
- instability ,
- unbalance
1. Έλλειψη ισορροπίας ή κατάστασης ανισορροπίας
- "Ορρολογική ανισορροπία"
- συνώνυμο:
- ανισορροπία ,
- αστάθεια
2. (mathematics) a lack of symmetry
- synonym:
- asymmetry ,
- dissymmetry ,
- imbalance
2. ( μαθηματικά) έλλειψη συμμετρίας
- συνώνυμο:
- ασυμμετρία ,
- δυσσμμετρία ,
- ανισορροπία
Examples of using
The trade imbalance between two nations should be improved.
Πρέπει να βελτιωθεί η εμπορική ανισορροπία μεταξύ δύο χωρών.