Translation meaning & definition of the word "imam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ίμαμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imam
[Ιμάμης]/aɪmæm/
noun
1. (islam) the man who leads prayers in a mosque
- For shiites an imam is a recognized authority on islamic theology and law and a spiritual guide
- synonym:
- imam ,
- imaum
1. (ισλαμισ) ο άνθρωπος που οδηγεί τις προσευχές σε ένα τζαμί
- Για τους σιίτες ένας ιμάμης είναι μια αναγνωρισμένη αρχή για την ισλαμική θεολογία και το νόμο και ένας πνευματικός οδηγός
- συνώνυμο:
- ιμάμης ,
- ιμάμ