Translation meaning & definition of the word "imagination" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φαντασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Imagination
[Φαντασία]/ɪmæʤəneʃən/
noun
1. The formation of a mental image of something that is not perceived as real and is not present to the senses
- "Popular imagination created a world of demons"
- "Imagination reveals what the world could be"
- synonym:
- imagination ,
- imaginativeness ,
- vision
1. Ο σχηματισμός μιας νοητικής εικόνας ενός πράγματος που δεν εκλαμβάνεται ως πραγματικό και δεν είναι παρών στις αισθήσεις
- "Η λαϊκή φαντασία δημιούργησε έναν κόσμο δαιμόνων"
- "Η φαντασία αποκαλύπτει τι θα μπορούσε να είναι ο κόσμος"
- συνώνυμο:
- φαντασία ,
- όραμα
2. The ability to form mental images of things or events
- "He could still hear her in his imagination"
- synonym:
- imagination ,
- imaging ,
- imagery ,
- mental imagery
2. Η ικανότητα να σχηματίζουν νοητικές εικόνες πραγμάτων ή γεγονότων
- "Μπορούσε να την ακούσει στη φαντασία του"
- συνώνυμο:
- φαντασία ,
- απεικόνιση ,
- εικόνεσ ,
- νοητικές εικόνες
3. The ability to deal resourcefully with unusual problems
- "A man of resource"
- synonym:
- resource ,
- resourcefulness ,
- imagination
3. Η ικανότητα να αντιμετωπίζετε επινοητικά ασυνήθιστα προβλήματα
- "Ένας άνθρωπος του πόρου"
- συνώνυμο:
- πόρος ,
- επινοητικότητα ,
- φαντασία
Examples of using
Don't let your imagination run away with you.
Μην αφήσετε τη φαντασία σας να τρέξει μακριά μαζί σας.
It was just your imagination.
Ήταν απλά η φαντασία σου.
That doesn't exist except in your imagination.
Αυτό δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία σου.