Translation meaning & definition of the word "image" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εικόνα" στην ελληνική γλώσσα
Image
[Εικόνα]noun
1. An iconic mental representation
- "Her imagination forced images upon her too awful to contemplate"
- synonym:
- image ,
- mental image
1. Μια εικονική ψυχική αναπαράσταση
- "Η φαντασία της ανάγκασε τις εικόνες πάνω της πολύ απαίσιες για να τις σκεφτεί"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- νοητική εικόνα
2. (jungian psychology) a personal facade that one presents to the world
- "A public image is as fragile as humpty dumpty"
- synonym:
- persona ,
- image
2. (ιουνγκιανή ψυχολογία) μια προσωπική πρόσοψη που κάποιος παρουσιάζει στον κόσμο
- "Μια δημόσια εικόνα είναι τόσο εύθραυστη όσο και ταπεινή"
- συνώνυμο:
- πρόσωπο ,
- εικόνα
3. A visual representation (of an object or scene or person or abstraction) produced on a surface
- "They showed us the pictures of their wedding"
- "A movie is a series of images projected so rapidly that the eye integrates them"
- synonym:
- picture ,
- image ,
- icon ,
- ikon
3. Μια οπτική αναπαράσταση (ενός αντικειμένου ή σκηνής ή προσώπου ή αφαίρεσης) που παράγεται σε μια επιφάνεια
- "Μας έδειξαν τις φωτογραφίες του γάμου τους"
- "Μια ταινία είναι μια σειρά από εικόνες που προβάλλονται τόσο γρήγορα ώστε το μάτι να τις ενσωματώνει"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- εικονίδιο ,
- εικον
4. A standard or typical example
- "He is the prototype of good breeding"
- "He provided america with an image of the good father"
- synonym:
- prototype ,
- paradigm ,
- epitome ,
- image
4. Ένα τυπικό ή τυπικό παράδειγμα
- "Είναι το πρωτότυπο της καλής αναπαραγωγής"
- "Έδωσε στην αμερική μια εικόνα του καλού πατέρα"
- συνώνυμο:
- πρωτότυπο ,
- παράδειγμα ,
- επιτομή ,
- εικόνα
5. Language used in a figurative or nonliteral sense
- synonym:
- trope ,
- figure of speech ,
- figure ,
- image
5. Γλώσσα που χρησιμοποιείται με εικονιστική ή μη κυριολεκτική έννοια
- συνώνυμο:
- τρόπο ,
- εικόνα της ομιλίας ,
- σχήμα ,
- εικόνα
6. Someone who closely resembles a famous person (especially an actor)
- "He could be gingrich's double"
- "She's the very image of her mother"
- synonym:
- double ,
- image ,
- look-alike
6. Κάποιος που μοιάζει πολύ με ένα διάσημο άτομο (ειδικά ένας ηθοποιός)
- "Θα μπορούσε να είναι το διπλό του τζίνγκριτς"
- "Είναι η ίδια η εικόνα της μητέρας της"
- συνώνυμο:
- διπλός ,
- εικόνα ,
- αλληλοεξεταστικός
7. (mathematics) the set of values of the dependent variable for which a function is defined
- "The image of f(x) = x^2 is the set of all non-negative real numbers if the domain of the function is the set of all real numbers"
- synonym:
- image ,
- range ,
- range of a function
7. (μαθηματικά) το σύνολο των τιμών της εξαρτώμενης μεταβλητής για την οποία ορίζεται μια συνάρτηση
- "Η εικόνα του φ() =^2 είναι το σύνολο όλων των μη αρνητικών πραγματικών αριθμών εάν ο τομέας της συνάρτησης είναι το σύνολο"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- εύρος ,
- εύρος μιας συνάρτησης
8. The general impression that something (a person or organization or product) presents to the public
- "Although her popular image was contrived it served to inspire music and pageantry"
- "The company tried to project an altruistic image"
- synonym:
- image
8. Η γενική εντύπωση ότι κάτι (ένα πρόσωπο ή οργάνωση ή προϊόν) παρουσιάζει στο κοινό
- "Αν και η δημοφιλής εικόνα της επεξεργάστηκε, χρησίμευσε για να εμπνεύσει τη μουσική και την αναζήτηση"
- "Η εταιρεία προσπάθησε να προβάλει μια αλτρουιστική εικόνα"
- συνώνυμο:
- εικόνα
9. A representation of a person (especially in the form of sculpture)
- "The coin bears an effigy of lincoln"
- "The emperor's tomb had his image carved in stone"
- synonym:
- effigy ,
- image ,
- simulacrum
9. Μια αναπαράσταση ενός ατόμου (ειδικά με τη μορφή γλυπτικής)
- "Το νόμισμα φέρει ένα ομοίωμα του λίνκολν"
- "Ο τάφος του αυτοκράτορα είχε λαξευμένη την εικόνα του σε πέτρα"
- συνώνυμο:
- αποβλακωμένοσ ,
- εικόνα ,
- προσομοιώματοσ
verb
1. Render visible, as by means of mri
- synonym:
- image
1. Να γίνει ορατό, όπως μέσω της μρι
- συνώνυμο:
- εικόνα
2. Imagine
- Conceive of
- See in one's mind
- "I can't see him on horseback!"
- "I can see what will happen"
- "I can see a risk in this strategy"
- synonym:
- visualize ,
- visualise ,
- envision ,
- project ,
- fancy ,
- see ,
- figure ,
- picture ,
- image
2. Φανταστείτε
- Συλλαμβάνω
- Δείτε στο μυαλό κάποιου
- "Δεν μπορώ να τον δω με άλογο!"
- "Μπορώ να δω τι θα συμβεί"
- "Μπορώ να δω έναν κίνδυνο σε αυτή τη στρατηγική"
- συνώνυμο:
- οραματίζομαι ,
- οραματιστείτε ,
- έργο ,
- φανταχτερός ,
- βλέπω ,
- σχήμα ,
- εικόνα