Translation meaning & definition of the word "illusory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακολουθία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illusory
[Ψευδαισθητικόσ]/ɪlusəri/
adjective
1. Based on or having the nature of an illusion
- "Illusive hopes of finding a better job"
- "Secret activities offer presidents the alluring but often illusory promise that they can achieve foreign policy goals without the bothersome debate and open decision that are staples of democracy"
- synonym:
- illusive ,
- illusory
1. Βασισμένο ή να έχει τη φύση μιας ψευδαίσθησης
- "Αδικαιολόγητες ελπίδες να βρεθεί μια καλύτερη δουλειά"
- "Οι δραστηριότητες προσφέρουν στους προέδρους τη δελεαστική αλλά συχνά απατηλή υπόσχεση ότι μπορούν να επιτύχουν στόχους εξωτερικής πολής"
- συνώνυμο:
- απατηλός ,
- απατηλόσ