Translation meaning & definition of the word "illuminating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illuminating
[Φωτίζει]/ɪlumənetɪŋ/
adjective
1. Tending to increase knowledge or dissipate ignorance
- "An enlightening glimpse of government in action"
- "An illuminating lecture"
- synonym:
- enlightening ,
- informative ,
- illuminating
1. Τείνουν να αυξάνουν τη γνώση ή να διαλύουν την άγνοια
- "Μια διαφωτιστική ματιά της κυβέρνησης σε δράση"
- "Μια διαφωτιστική διάλεξη"
- συνώνυμο:
- διαφωτιστικόσ ,
- ενημερωτικός ,
- φωτίζοντασ