Translation meaning & definition of the word "illogical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illogical
[Παράλογο]/ɪlɑʤɪkəl/
adjective
1. Lacking in correct logical relation
- synonym:
- illogical ,
- unlogical
1. Ελλείψει σωστής λογικής σχέσης
- συνώνυμο:
- παράλογο ,
- αντιλογική
2. Lacking orderly continuity
- "A confused set of instructions"
- "A confused dream about the end of the world"
- "Disconnected fragments of a story"
- "Scattered thoughts"
- synonym:
- confused ,
- disconnected ,
- disjointed ,
- disordered ,
- garbled ,
- illogical ,
- scattered ,
- unconnected
2. Έλλειψη τακτικής συνέχειας
- "Ένα μπερδεμένο σύνολο οδηγιών"
- "Ένα μπερδεμένο όνειρο για το τέλος του κόσμου"
- "Αποσυνδεδεμένα κομμάτια μιας ιστορίας"
- "Διαλυμένες σκέψεις"
- συνώνυμο:
- μπερδεμένος ,
- αποσυνδεδεμένο ,
- αποσυντίθεται ,
- διαταραγμένο ,
- αλληλεπιδρώ ,
- παράλογο ,
- διάσπαρτα ,
- ασύνδετοσ
Examples of using
Life is most often illogical.
Η ζωή είναι συχνά παράλογη.
People sometimes make illogical decisions.
Μερικές φορές οι άνθρωποι παίρνουν παράλογες αποφάσεις.