Translation meaning & definition of the word "illiterate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγράμματος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illiterate
[Αναλφάβητοσ]/ɪlɪtərət/
noun
1. A person unable to read
- synonym:
- illiterate ,
- illiterate person ,
- nonreader
1. Ένα άτομο που δεν μπορεί να διαβάσει
- συνώνυμο:
- αναλφάβητοσ ,
- αναλφάβητο άτομο ,
- μη αναγνώστη
adjective
1. Not able to read or write
- synonym:
- illiterate
1. Δεν μπορεί να διαβάσει ή να γράψει
- συνώνυμο:
- αναλφάβητοσ
2. Uneducated in the fundamentals of a given art or branch of learning
- Lacking knowledge of a specific field
- "She is ignorant of quantum mechanics"
- "He is musically illiterate"
- synonym:
- ignorant ,
- illiterate
2. Αμόρφωτη στις βασικές αρχές μιας δεδομένης τέχνης ή κλάδου της μάθησης
- Απουσία γνώσης ενός συγκεκριμένου τομέα
- "Αγνοεί την κβαντική μηχανική"
- "Είναι μουσικά αναλφάβητος"
- συνώνυμο:
- αδαήσ ,
- αναλφάβητοσ
3. Lacking culture, especially in language and literature
- synonym:
- illiterate
3. Ελλείψει πολιτισμού, ειδικά στη γλώσσα και τη λογοτεχνία
- συνώνυμο:
- αναλφάβητοσ
Examples of using
The illiterate of the twenty-first century will not be those who cannot read and write, but those who cannot learn, unlearn and relearn.
Ο αναλφάβητος του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα είναι αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει και να γράψει, αλλά αυτός που μπορεί.