Translation meaning & definition of the word "illiteracy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλφαβητισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illiteracy
[Αναλφαβητισμός]/ɪlɪtərəsi/
noun
1. Ignorance resulting from not reading
- synonym:
- illiteracy
1. Η άγνοια που προκύπτει από το να μην διαβάζεις
- συνώνυμο:
- αναλφαβητισμός
2. An inability to read
- synonym:
- illiteracy ,
- analphabetism
2. Αδυναμία ανάγνωσης
- συνώνυμο:
- αναλφαβητισμός ,
- αναλφαβητισμόσ