Translation meaning & definition of the word "illicit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άδειο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Illicit
[Παράνομος]/ɪlɪsət/
adjective
1. Contrary to accepted morality (especially sexual morality) or convention
- "An illicit association with his secretary"
- synonym:
- illicit
1. Σε αντίθεση με την αποδεκτή ηθική (ειδικά η σεξουαλική ηθική) ή σύμβαση
- "Μια παράνομη σχέση με τον γραμματέα του"
- συνώνυμο:
- παράνομος
2. Contrary to or forbidden by law
- "An illegitimate seizure of power"
- "Illicit trade"
- "An outlaw strike"
- "Unlawful measures"
- synonym:
- illegitimate ,
- illicit ,
- outlaw(a) ,
- outlawed ,
- unlawful
2. Αντίθετα ή απαγορευμένα από το νόμο
- "Μια παράνομη κατάληψη εξουσίας"
- "Απλό εμπόριο"
- "Μια απεργία εκτός νόμου"
- "Παράνομα μέτρα"
- συνώνυμο:
- παράνομος ,
- εξωδικα( ,
- απαγορεύεται ,
- παράνομη