Translation meaning & definition of the word "ill" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλήπτης" στην ελληνική γλώσσα
Ill
[Καταπονώ]noun
1. An often persistent bodily disorder or disease
- A cause for complaining
- synonym:
- ailment ,
- complaint ,
- ill
1. Μια συχνά επίμονη σωματική διαταραχή ή ασθένεια
- Αιτία για παράπονα
- συνώνυμο:
- ασθένεια ,
- καταγγελία ,
- άρρωστος
adjective
1. Affected by an impairment of normal physical or mental function
- "Ill from the monotony of his suffering"
- synonym:
- ill ,
- sick
1. Επηρεάζεται από μια εξασθένιση της φυσιολογικής σωματικής ή νοητικής λειτουργίας
- "Από τη μονοτονία του πόνου του"
- συνώνυμο:
- άρρωστος
2. Resulting in suffering or adversity
- "Ill effects"
- "It's an ill wind that blows no good"
- synonym:
- ill
2. Με αποτέλεσμα τον πόνο ή τις αντιξοότητες
- "Αποτελέσματα"
- "Είναι ένας άρρωστος άνεμος που δεν φυσάει καλά"
- συνώνυμο:
- άρρωστος
3. Distressing
- "Ill manners"
- "Of ill repute"
- synonym:
- ill
3. Δυσφημιστικόσ
- "Αυτοί οι τρόποι"
- "Από κακή φήμη"
- συνώνυμο:
- άρρωστος
4. Indicating hostility or enmity
- "You certainly did me an ill turn"
- "Ill feelings"
- "Ill will"
- synonym:
- ill
4. Εχθρότητα ή εχθρότητα
- "Σας βεβαίως μου έκανε μια κακή στροφή"
- "Αισθήματα"
- "Θα το κάνει"
- συνώνυμο:
- άρρωστος
5. Presaging ill fortune
- "Ill omens"
- "Ill predictions"
- "My words with inauspicious thunderings shook heaven"- p.b.shelley
- "A dead and ominous silence prevailed"
- "A by-election at a time highly unpropitious for the government"
- synonym:
- ill ,
- inauspicious ,
- ominous
5. Προετοιμασία κακής τύχης
- "Ακόμα οιωνοί"
- "Προβλέψεις"
- "Τα λόγια μου με τις ύποπτες βροντές συγκλόνισαν τον παράδεισο"- π.μπ.σέλλεϊ
- "Επικράτησε μια νεκρή και δυσοίωνη σιωπή"
- "Μια εκλογή σε μια εποχή εξαιρετικά αντιπολίτευτη για την κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- ανυποψίαστοσ ,
- δυσοίωνοσ
adverb
1. (`ill' is often used as a combining form) in a poor or improper or unsatisfactory manner
- Not well
- "He was ill prepared"
- "It ill befits a man to betray old friends"
- "The car runs badly"
- "He performed badly on the exam"
- "The team played poorly"
- "Ill-fitting clothes"
- "An ill-conceived plan"
- synonym:
- ill ,
- badly ,
- poorly
1. (`θα χρησιμοποιείται συχνά ως συνδυασμός μορ) με φτωχό ή ακατάλληλο ή μη ικανοποιητικό τρόπο
- Όχι καλά
- "Ήταν προετοιμασμένος"
- "Αρμόζει σε έναν άνθρωπο να προδώσει παλιούς φίλους"
- "Το αυτοκίνητο τρέχει άσχημα"
- "Πήγε άσχημα στις εξετάσεις"
- "Η ομάδα έπαιξε άσχημα"
- "Ενδύματα παραλαβής"
- "Ένα κακό σχέδιο"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- άσχημα ,
- κακώς
2. Unfavorably or with disapproval
- "Tried not to speak ill of the dead"
- "Thought badly of him for his lack of concern"
- synonym:
- ill ,
- badly
2. Δυσμενώς ή με αποδοκιμασία
- "Προσπάθησα να μη μιλήσω άσχημα για τους νεκρούς"
- "Σκέφτηκε άσχημα για την έλλειψη ανησυχίας"
- συνώνυμο:
- άρρωστος ,
- άσχημα
3. With difficulty or inconvenience
- Scarcely or hardly
- "We can ill afford to buy a new car just now"
- synonym:
- ill
3. Με δυσκολία ή ταλαιπωρία
- Ελάχιστα ή σχεδόν
- "Μπορούμε να αγοράσουμε ένα νέο αυτοκίνητο μόλις τώρα"
- συνώνυμο:
- άρρωστος