Translation meaning & definition of the word "ilk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ilk
[Ιλκ]/ɪlk/
noun
1. A kind of person
- "We'll not see his like again"
- "I can't tolerate people of his ilk"
- synonym:
- like ,
- ilk
1. Ένα είδος ανθρώπου
- "Δεν θα ξαναδούμε τους ομοίους του"
- "Δεν μπορώ να ανεχτώ ανθρώπους του λαγού του"
- συνώνυμο:
- όπως ,
- λαγκ