Translation meaning & definition of the word "iguana" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιγκουάνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Iguana
[Ιγκουάνα]/aɪgwɑnə/
noun
1. Large herbivorous tropical american arboreal lizards with a spiny crest along the back
- Used as human food in central america and south america
- synonym:
- common iguana ,
- iguana ,
- Iguana iguana
1. Μεγάλες φυτοφάγες τροπικές αμερικανικές σαύρες με αγκαθωτή κορυφή κατά μήκος της πλάτης
- Χρησιμοποιείται ως ανθρώπινο φαγητό στην κεντρική αμερική και τη νότια αμερική
- συνώνυμο:
- κοινή ιγκουάνα ,
- ιγκουάνα ,
- Ιγκουάνα ιγκουάνα