Translation meaning & definition of the word "ignominious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανόητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ignominious
[Ανεπιθύμητοσ]/ɪgnəmɪniəs/
adjective
1. (used of conduct or character) deserving or bringing disgrace or shame
- "Man...has written one of his blackest records as a destroyer on the oceanic islands"- rachel carson
- "An ignominious retreat"
- "Inglorious defeat"
- "An opprobrious monument to human greed"
- "A shameful display of cowardice"
- synonym:
- black ,
- disgraceful ,
- ignominious ,
- inglorious ,
- opprobrious ,
- shameful
1. (χρησιμοποιείται για συμπεριφορά ή χαρακτήρα) που αξίζει ή φέρνει ντροπή ή ντροπή
- "Ο άνθρωπος έχει γράψει ένα από τα πιο μαύρα ρεκόρ του ως καταστροφέας στα ωκεάνια νησιά" - ρέιτσελ κάρσον
- "Μια απεχθής υποχώρηση"
- "Αστεία ήττα"
- "Ένα αντίπαλο μνημείο της ανθρώπινης απληστίας"
- "Επαίσχυντη επίδειξη δειλίας"
- συνώνυμο:
- μαύρος ,
- ντροπιαστικός ,
- αναποτελεσματικός ,
- άδοξοσ ,
- επιτρόπιοσ