Translation meaning & definition of the word "ignoble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευκίνητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ignoble
[Αγνοώ]/ɪgnoʊbəl/
adjective
1. Completely lacking nobility in character or quality or purpose
- "Something cowardly and ignoble in his attitude"
- "I think it a less evil that some criminals should escape than that the government should play an ignoble part"- oliver wendell holmes, jr.
- synonym:
- ignoble
1. Εντελώς στερείται ευγένειας στο χαρακτήρα ή την ποιότητα ή το σκοπό
- "Κάτι δειλό και αγενές στη στάση του"
- "Νομίζω ότι είναι λιγότερο κακό να ξεφύγουν κάποιοι εγκληματίες από ότι η κυβέρνηση πρέπει να διαδραματίσει ανατριχιαστικό ρόλο.
- συνώνυμο:
- αγενήσ
2. Not of the nobility
- "Of ignoble (or ungentle) birth"
- "Untitled civilians"
- synonym:
- ignoble ,
- ungentle ,
- untitled
2. Όχι της ευγένειας
- "Της αδιπλής γέννησης (ή ανεπιθύμητη γέννηση"
- "Μονωμένοι πολίτες"
- συνώνυμο:
- αγενήσ ,
- ανευλάβεια ,
- ανεξέλεγκτοσ