Translation meaning & definition of the word "idolatry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδωλολατρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idolatry
[Ειδωλολατρία]/aɪdɑlətri/
noun
1. Religious zeal
- The willingness to serve god
- synonym:
- idolatry ,
- devotion ,
- veneration ,
- cultism
1. Θρησκευτικός ζήλος
- Η προθυμία να υπηρετείς τον θεό
- συνώνυμο:
- ειδωλολατρία ,
- αφοσίωση ,
- προσκύνημα ,
- λατρεία
2. The worship of idols
- The worship of images that are not god
- synonym:
- idolatry ,
- idol worship
2. Η λατρεία των ειδώλων
- Η λατρεία των εικόνων που δεν είναι θεός
- συνώνυμο:
- ειδωλολατρία ,
- ειδωλολατρική λατρεία