Translation meaning & definition of the word "idol" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιντόλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idol
[Ειδωλολάτρησ]/aɪdəl/
noun
1. A material effigy that is worshipped
- "Thou shalt not make unto thee any graven image"
- "Money was his god"
- synonym:
- idol ,
- graven image ,
- god
1. Ένα υλικό που λατρεύεται
- "Δεν θα κάνεις σε σένα καμία εικόνα βαμμένη"
- "Τα χρήματα ήταν ο θεός του"
- συνώνυμο:
- είδωλο ,
- εικόνα ,
- θεός
2. Someone who is adored blindly and excessively
- synonym:
- idol ,
- matinee idol
2. Κάποιος που λατρεύεται τυφλά και υπερβολικά
- συνώνυμο:
- είδωλο ,
- είδωλο Ματίν
3. An ideal instance
- A perfect embodiment of a concept
- synonym:
- paragon ,
- idol ,
- perfection ,
- beau ideal
3. Μια ιδανική περίπτωση
- Μια τέλεια ενσάρκωση μιας έννοιας
- συνώνυμο:
- παραγώνιο ,
- είδωλο ,
- τελειότητα ,
- μπουφ ιδανικό
Examples of using
She was, so to speak, our idol.
Ήταν, για να το πω έτσι, το είδωλό μας.