Translation meaning & definition of the word "idly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδίως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idly
[Απίστευτα]/aɪdli/
adverb
1. In an idle manner
- "This is what i always imagined myself doing in the south of france, sitting idly, drinking coffee, watching the people"
- synonym:
- idly ,
- lazily
1. Με αδρανή τρόπο
- "Αυτό πάντα φανταζόμουν τον εαυτό μου να κάνει στη νότια γαλλία, να κάθεται αδρανής, να πίνει καφέ, να βλέπει τους"
- συνώνυμο:
- απερίσκεπτα ,
- τεμπελιά