Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "idle" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδρανής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Idle

[Αδράνεια]
/aɪdəl/

noun

1. The state of an engine or other mechanism that is idling

  • "The car engine was running at idle"
    synonym:
  • idle

1. Η κατάσταση ενός κινητήρα ή άλλου μηχανισμού που είναι αδρανής

  • "Ο κινητήρας του αυτοκινήτου έτρεχε σε αδράνεια"
    συνώνυμο:
  • αδρανής

verb

1. Run disconnected or idle

  • "The engine is idling"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • tick over

1. Τρέχει αποσυνδεδεμένο ή αδρανές

  • "Ο κινητήρας είναι αδρανής"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • περνάω

2. Be idle

  • Exist in a changeless situation
  • "The old man sat and stagnated on his porch"
  • "He slugged in bed all morning"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • laze
  • ,
  • slug
  • ,
  • stagnate

2. Είμαι αδρανής

  • Υπάρχουν σε μια αμετάβλητη κατάσταση
  • "Ο γέρος κάθισε και στάθηκε στη βεράντα του"
  • "Σφήνωσε στο κρεβάτι όλο το πρωί"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • λαβή
  • ,
  • γυμνοσάλιαγκας
  • ,
  • στασιμότητα

adjective

1. Not in action or at work

  • "An idle laborer"
  • "Idle drifters"
  • "The idle rich"
  • "An idle mind"
    synonym:
  • idle

1. Ούτε στην πράξη ούτε στην εργασία

  • "Αδρανής εργάτης"
  • "Απαλοί παρασυρόμενοι"
  • "Οι αδρανείς πλούσιοι"
  • "Αδρανές μυαλό"
    συνώνυμο:
  • αδρανής

2. Without a basis in reason or fact

  • "Baseless gossip"
  • "The allegations proved groundless"
  • "Idle fears"
  • "Unfounded suspicions"
  • "Unwarranted jealousy"
    synonym:
  • baseless
  • ,
  • groundless
  • ,
  • idle
  • ,
  • unfounded
  • ,
  • unwarranted
  • ,
  • wild

2. Χωρίς βάση στη λογική ή στην πραγματικότητα

  • "Αβαστικό κουτσομπολιό"
  • "Οι ισχυρισμοί αποδείχθηκαν αβάσιμοι"
  • "Απερίσκεπτοι φόβοι"
  • "Αβάσιμες υποψίες"
  • "Ακατανόητη ζήλια"
    συνώνυμο:
  • αβάσιμη
  • ,
  • αβάσιμος
  • ,
  • αδρανής
  • ,
  • αδικαιολόγητοσ
  • ,
  • άγριος

3. Not in active use

  • "The machinery sat idle during the strike"
  • "Idle hands"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • unused

3. Όχι σε ενεργή χρήση

  • "Τα μηχανήματα έμειναν αδρανή κατά τη διάρκεια της απεργίας"
  • "Αδρανή χέρια"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • αχρησιμοποίητο

4. Silly or trivial

  • "Idle pleasure"
  • "Light banter"
  • "Light idle chatter"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • light

4. Ανόητος ή ασήμαντος

  • "Απόλυτη ευχαρίστηση"
  • "Ελαφρύ πανό"
  • "Ελαφριά αδράνεια"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • φως

5. Lacking a sense of restraint or responsibility

  • "Idle talk"
  • "A loose tongue"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • loose

5. Απουσία αίσθησης συγκράτησης ή ευθύνης

  • "Απερίσκεπτη συζήτηση"
  • "Χαλαρή γλώσσα"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • χαλαρός

6. Not yielding a return

  • "Dead capital"
  • "Idle funds"
    synonym:
  • dead
  • ,
  • idle

6. Δεν παραχωρεί επιστροφή

  • "Νεκρό κεφάλαιο"
  • "Αδρανή κεφάλαια"
    συνώνυμο:
  • νεκρός
  • ,
  • αδρανής

7. Not having a job

  • "Idle carpenters"
  • "Jobless transients"
  • "Many people in the area were out of work"
    synonym:
  • idle
  • ,
  • jobless
  • ,
  • out of work

7. Δεν έχει δουλειά

  • "Ξυλουργοί"
  • "Απεριόριστες μεταβάσεις"
  • "Πολλοί άνθρωποι στην περιοχή ήταν άνεργοι"
    συνώνυμο:
  • αδρανής
  • ,
  • άνεργος
  • ,
  • εκτός εργασίας

Examples of using

The factory has been lying idle for a year.
Το εργοστάσιο βρίσκεται σε αδράνεια για ένα χρόνο.
You must not idle away.
Δεν πρέπει να απομακρυνθείτε.