Translation meaning & definition of the word "idiom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ίδεο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idiom
[Ιδιαίτεροσ]/ɪdiəm/
noun
1. A manner of speaking that is natural to native speakers of a language
- synonym:
- parlance ,
- idiom
1. Ένας τρόπος ομιλίας που είναι φυσικός για τους γηγενείς ομιλητές μιας γλώσσας
- συνώνυμο:
- παλαίστρια ,
- ιδίωμα
2. The usage or vocabulary that is characteristic of a specific group of people
- "The immigrants spoke an odd dialect of english"
- "He has a strong german accent"
- "It has been said that a language is a dialect with an army and navy"
- synonym:
- dialect ,
- idiom ,
- accent
2. Η χρήση ή το λεξιλόγιο που είναι χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
- "Οι μετανάστες μιλούσαν μια περίεργη διάλεκτο της αγγλικής γλώσσας"
- "Έχει μια ισχυρή γερμανική προφορά"
- "Λέγεται ότι μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό"
- συνώνυμο:
- διάλεκτος ,
- ιδίωμα ,
- προφορά
3. The style of a particular artist or school or movement
- "An imaginative orchestral idiom"
- synonym:
- artistic style ,
- idiom
3. Το ύφος ενός συγκεκριμένου καλλιτέχνη ή σχολείο ή κίνηση
- "Ένα ευφάνταστο ορχηστρικό ιδίωμα"
- συνώνυμο:
- καλλιτεχνικό στυλ ,
- ιδίωμα
4. An expression whose meanings cannot be inferred from the meanings of the words that make it up
- synonym:
- idiom ,
- idiomatic expression ,
- phrasal idiom ,
- set phrase ,
- phrase
4. Μια έκφραση της οποίας οι έννοιες δεν μπορούν να συναχθούν από τις έννοιες των λέξεων που την αποτελούν
- συνώνυμο:
- ιδίωμα ,
- ιδιωματική έκφραση ,
- φραστικό ιδίωμα ,
- φράση