Translation meaning & definition of the word "idealist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδαλολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idealist
[Ιδεαλιστής]/aɪdilɪst/
noun
1. Someone guided more by ideals than by practical considerations
- synonym:
- idealist ,
- dreamer
1. Κάποιος καθοδηγείται περισσότερο από ιδανικά παρά από πρακτικές εκτιμήσεις
- συνώνυμο:
- ιδεαλιστής ,
- ονειροπόλος
Examples of using
I am an idealist. I don't know where I'm going but I'm on my way.
Είμαι ιδεαλιστής. Δεν ξέρω πού πηγαίνω, αλλά είμαι στο δρόμο μου.