Translation meaning & definition of the word "idealism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδεαλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Idealism
[Ιδεαλισμός]/aɪdilɪzəm/
noun
1. (philosophy) the philosophical theory that ideas are the only reality
- synonym:
- idealism
1. (φιλοσοφία) η φιλοσοφική θεωρία ότι οι ιδέες είναι η μόνη πραγματικότητα
- συνώνυμο:
- ιδεαλισμός
2. Impracticality by virtue of thinking of things in their ideal form rather than as they really are
- synonym:
- idealism
2. Ανεφάρμοστη λόγω της σκέψης των πραγμάτων στην ιδανική τους μορφή και όχι όπως πραγματικά είναι
- συνώνυμο:
- ιδεαλισμός
3. Elevated ideals or conduct
- The quality of believing that ideals should be pursued
- synonym:
- high-mindedness ,
- idealism ,
- noble-mindedness
3. Αυξημένα ιδανικά ή συμπεριφορά
- Η ποιότητα της πίστης ότι τα ιδανικά πρέπει να επιδιωχθούν
- συνώνυμο:
- υψηλότερη πνευματικότητα ,
- ιδεαλισμός ,
- ευγενικότητα